αποτίναξη

αποτίναξη
η
1. ρίξιμο πράγματος μακριά με απότομη ώθηση, εκσφεδόνιση, εξακόντιση
2. αποβολή, απαλλαγή από δυσάρεστη κατάσταση («η αποτίναξη του ζυγού ήταν δύσκολο έργο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτινάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στα Έγγραφα Σαντορίνης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποτίναξη — η η απαλλαγή από κάποιο δυσάρεστο πράγμα: Στην αποτίναξη των προλήψεων μόνο η παιδεία μπορεί να βοηθήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτινάξῃ — ἀποτινάσσω shake off aor subj mid 2nd sg ἀποτινάσσω shake off aor subj act 3rd sg ἀποτινάσσω shake off fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποτινάξῃ , ἀποτινάσσω shake off futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ποτινάξῃ , ἀποτινάσσω shake off futperf ind mid 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • έκριψις — ἔκριψις, η (Α) αποβολή, απόρριψη, αποτίναξη …   Dictionary of Greek

  • αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την …   Dictionary of Greek

  • απόσειση — η (Α ἀπόσεισις) [αποσείω] νεοελλ. αποτίναξη, απαλλαγή από δυσάρεστη κατάσταση αρχ. είδος άσεμνου χορού …   Dictionary of Greek

  • σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… …   Dictionary of Greek

  • τίναγμα — το, ΝΜΑ [τινάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τινάζω νεοελλ. 1. έντονη και γρήγορη ανακίνηση χαλιού, σεντονιού για την αποτίναξη τής σκόνης, ξεσκόνισμα 2. απότομη και βίαιη αναπήδηση, τράνταγμα, κραδασμός («τα τινάγματα και τα απότομα… …   Dictionary of Greek

  • φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”